χρώση

χρώση
η / χρῶσις, -ώσεως, ΝΜΑ
χρωμάτισμα, χρωματισμός, βάψιμο
νεοελλ.
1. χρώμα, χροιά
2. βιολ. τεχνική που επιτρέπει τη βαφή ιστών και οργάνων με την εμπότιση ιστών, κυττάρων και κυτταρικών οργανιδίων με διάφορες χρωστικές ουσίες για μικροσκοπική εξέταση
3. το χρώμα που δίνεται στα διάφορα τμήματα τού θυρεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρω- τής λ. χρώς* + κατάλ. -σις / -ση (πρβλ. καῦ-σις, χρῆ-σις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρώσῃ — χράω 1 fall upon pres part act fem dat sg (attic epic ionic) χράω 2 proclaim pres part act fem dat sg (attic epic ionic) χραύω scrape pres part act fem dat sg (attic epic ionic) χρώζω aor subj mid 2nd sg χρώζω aor subj act 3rd sg χρώζω fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γκραμ, Χανς Κρίστιαν — (Hans Kristian Gramme, 1853 – 1938). Δανός γιατρός. Έγινε γνωστός από την ομώνυμη μέθοδο χρώσης των βακτηρίων που πρότεινε, η οποία χρησιμοποιείται πλέον παγκοσμίως. Σύμφωνα με τη μέθοδό του, βακτήρια που σχηματίζουν λεπτό στρώμα πάνω σε… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Κλίντοκ, Μπάρμπαρα — (Barbara McClintock, Χάρτφορντ, Κονέκτικατ 1902 – 1992). Αμερικανίδα βοτανολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης. Το ενδιαφέρον της για τη γενετική, που είχε φανεί ήδη κατά τις προπτυχιακές της σπουδές, συνδυάστηκε με τις… …   Dictionary of Greek

  • μεθυλένιο — Η δισθενής ρίζα =CH2, η οποία προκύπτει από το μεθάνιο με αφαίρεση δύο ατόμων υδρογόνου. Η ρίζα αυτή, παλαιότερα γνωστή με την ονομασία οξείδιο του μ., δεν βρίσκεται ελεύθερη, αλλά συναντάται σε πολλές οργανικές ενώσεις, και ιδιαίτερα σε παράγωγά …   Dictionary of Greek

  • χρωστικός — ή, ό, Ν [χρώση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρώση (α. «χρωστικές ύλες» β. «χρωστικά διαλύματα») 2. το θηλ. ως ουσ. η χρωστική βιολ. έγχρωμη χημική ουσία που προσδίδει χρώμα στους ιστούς οι οποίοι τήν περιέχουν, αλλ. βιόχρωμα …   Dictionary of Greek

  • Τσήλ-Νέελσεν — Ν φρ. «χρώση ΤσήλΝέελσεν» ιατρ. εργαστηριακή χρωστική μέθοδος για την ανίχνευση τών οξεάντοχων βακτηρίων, ειδικά τού βακτηριδίου τής φυματίωσης και τού βακτηριδίου τής λέπρας …   Dictionary of Greek

  • ίκτερος — Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς …   Dictionary of Greek

  • ιώδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ι· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων, και έχει ατομικό αριθμό 53, ατομική μάζα 126,9 και ένα σταθερό ισότοπο 127Ι. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση με τη μορφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”